ἀλλοπάθεια — subjection to external influences fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπαθείας — ἀλλοπαθείᾱς , ἀλλοπάθεια subjection to external influences fem acc pl ἀλλοπαθείᾱς , ἀλλοπάθεια subjection to external influences fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοπάθειαν — ἀλλοπάθεια subjection to external influences fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
Alopatía — Pintura alegórica de Alexander Egorovich Beideman (1857) mostrando el horror con que la Homeopatía y Samuel Hahnemann contemplan a la medicina de la época. Alopatía es el término utilizado desde la homeopatía para caracterizar a la medicina… … Wikipedia Español
alopatía — ► sustantivo femenino MEDICINA Tratamiento terapéutico que consiste en usar remedios que producen efectos contrarios a los que caracterizan la enfermedad. * * * alopatía (del gr. «allopátheia», influencia ajena) f. Procedimiento terapéutico… … Enciclopedia Universal
αλλοπαθής — ές (Α ἀλλοπαθής) 1. αυτός που δεν πάσχει από δική του αιτία αλλά υφίσταται την επίδραση κάποιου άλλου 2. (Γραμμ.) α) «αλλοπαθείς αντωνυμίες», οι μη αυτοπαθείς αντωνυμίες, αυτές δηλ. που δέχονται ενέργεια από άλλο υποκείμενο (διδάσκεις ἐμέ,… … Dictionary of Greek
αλλοπαθητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην αλλοπάθεια* 2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αλλοπαθητικός ο γιατρός που χρησιμοποιεί ως θεραπευτική μέθοδο την αλλοπαθητική 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αλλοπαθητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + παθητικός] … Dictionary of Greek
ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
alopatía — (Del gr. ἀλλοπάθεια, sujeción a influencias ajenas). f. Terapéutica cuyos medicamentos producen en el estado sano fenómenos diferentes de los que caracterizan las enfermedades en que se emplean … Diccionario de la lengua española